Η Applied Behavior Analysis (ABA), ή Εφαρμοσμένη Ανάλυση Συμπεριφοράς (ΕΑΣ) όπως είναι γνωστή στην Ελλάδα, είναι μία εντατική και διαπροσωπική μέθοδος που αποσκοπεί στο να διδάξει βασικές δεξιότητες μάθησης, να ενισχύσει το κίνητρο του ατόμου και να χτίσει πάνω σε προϋπάρχουσες βασικές δεξιότητες ώστε το άτομο να μπορεί να αναπτύξει πιο πολύπλοκες ικανότητες και λειτουργικότητα.

Η ABA έχει μια ευρεία ερευνητική βάση δεδομένων που υποστηρίζει την αποτελεσματικότητά της με διάφορες διαγνωστικές κατηγορίες ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών με προβλήματα συμπεριφοράς, με Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος,  και παιδιά με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα (ΔΕΠΥ).

Υπάρχουν δεκάδες ερευνητικές μελέτες, τα αποτελέσματα των οποίων αποδεικνύουν ότι τα παιδιά με αυτισμό και προβλήματα συμπεριφοράς μπορούν να διδαχτούν δεξιότητες (π.χ. επικοινωνίας, παιχνιδιού, κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ακαδημαϊκές κλπ.) και ότι «δύσκολες» συμπεριφορές (π.χ. αυτοτραυματισμός, επιθετικότητα) μπορούν να περιοριστούν με την εφαρμογή των αρχών της ΑΒΑ.

Μερικά βασικά χαρακτηριστικά ενός προγράμματος παρέμβασης βασισμένο στις αρχές της ΑΒΑ

  • Η χρήση ενισχυτών (reinforcers): Πολλά παιδιά με ειδικές ανάγκες δεν κινητοποιούνται από αντικείμενα και δραστηριότητες που κινητοποιούν τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά (π.χ. να ακούνε «μπράβο» από τους γονείς, να μιμούνται τους φίλους τους και να ολοκληρώνουν μόνοι τους μία δραστηριότητα). Στα πλαίσια της εκπαίδευσης των παιδιών αυτών, η ABA εφαρμόζει επιστημονικές αρχές όπως η ενίσχυση (reinforcement), για να προωθήσει την ανάπτυξη «θετικών» ρεπερτορίων συμπεριφοράς (π.χ. βλεμματική επαφή, επικοινωνία) και για την αντιμετώπιση και μείωση «αρνητικών» συμπεριφορών (π.χ. επιθετικότητα, άρνηση συμμόρφωσης με εντολές).
  • Η ανάλυση δραστηριότητας (task analysis): Μερικά παιδιά χρειάζονται περισσότερες επαναλήψεις για να μάθουν να εκτελούν πολύπλοκες δραστηριότητες (π.χ. να πλένουν τα δόντια τους, να δένουν τα κορδόνια τους, να γράφουν τα γράμματα της αλφαβήτου). Γι’ αυτό τον λόγο πολύπλοκες δραστηριότητες «σπάνε» σε πιο απλά βήματα και στην συνέχεια αυτά τα βήματα διδάσκονται ένα-ένα, με συστηματικό τρόπο.
  • Η ανάλυση αιτιολογίας συμπεριφοράς (functional behavioral assessment): Όταν ένα παιδί επιδεικνύει «δύσκολη» συμπεριφορά (π.χ. επιθετικότητα, στερεοτυπία) γίνεται προσεκτική παρατήρηση και συλλογή δεδομένων για τον προσδιορισμό της αιτιολογίας αυτής της συμπεριφοράς (π.χ. αναζήτηση προσοχής από τον γονιό, αποφυγή δραστηριοτήτων που δεν θέλει το παιδί κλπ). Στην συνέχεια,  η παρέμβαση επικεντρώνεται στο να διδαχτεί το παιδί εναλλακτικές συμπεριφορές που να είναι κοινωνικά αποδεκτές και να εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, στο να μάθει το παιδί να ανέχεται κάποιες αρνητικές καταστάσεις κ.ο.κ.
  • Η συλλογή δεδομένων (data collection) βοηθάει στο να καταγράφεται η πρόοδος του παιδιού και να παρατηρείται ο ρυθμός μάθησής του. Όταν το παιδί δεν παρουσιάζει ικανοποιητική πρόοδο γίνεται επαναξιολόγηση της παρέμβασης και ακολουθούν οι αναγκαίες αλλαγές.

Οι αποφάσεις για την καταλληλότερη μορφή και στόχους παρέμβασης βασίζεται στις ανάγκες του παιδιού και της οικογένειάς του. Ένα επιτυχημένο πρόγραμμα ΑΒΑ είναι εξατομικευμένο και αποσκοπεί στην γενίκευση όλων των ανεπτυγμένων δεξιοτήτων του παιδιού σε διαφορετικά περιβάλλοντα (π.χ. το παιδί να μπορεί να επιδείξει την δεξιότητα και στο σπίτι και στο σχολείο) και με διαφορετικά άτομα (π.χ. θεραπευτής, γονιός, δάσκαλος). Οι γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού δέχονται καθοδήγηση και συμβουλές για την αποτελεσματικότερη συναναστροφή τους με το παιδί ώστε να ανταποκριθούν στις επικοινωνιακές, κοινωνικές και συμπεριφορικές ανάγκες του.